αλαργοτάξιδος

αλαργοτάξιδος
η , ο уходящий в далёкий путь; предпринимающий далёкое путешествие;

κςφάβι αλαργοτάξιδο — корабль дальнего плавания


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αλαργοτάξιδος" в других словарях:

  • αλαργοτάξιδος — η, ο αυτός που ταξιδεύει ή ταξίδεψε σε μακρινούς τόπους («θα πάω μ’ αλαργοτάξιδο καράβι εγώ στα ξένα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάργος + ταξίδι] …   Dictionary of Greek

  • αλαργοτάξιδος — η, ο αυτός που ταξιδεύει μακριά: Μπαρκάρισε σε καράβι αλαργοτάξιδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλάργος — ο ο αλαργινός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αλάργα. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλαργογείτονας, αλαργοτάξιδος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»